- οπτάνομαι
- ὀπτάνομαι (ΑΜ)γίνομαι ορατός, οπτάζομαι*αρχ.παρουσιάζομαι ενώπιον κάποιου, εμφανίζομαι μπρος στα μάτια κάποιου («παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα... δι' ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῑς», ΚΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (Ι) «ορατός», πιθ. κατά το αἰσθ-άνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.