οπτάνομαι

οπτάνομαι
ὀπτάνομαι (ΑΜ)
γίνομαι ορατός, οπτάζομαι*
αρχ.
παρουσιάζομαι ενώπιον κάποιου, εμφανίζομαι μπρος στα μάτια κάποιου («παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα... δι' ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῑς», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (Ι) «ορατός», πιθ. κατά το αἰσθ-άνομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀπτάνομαι — ὀπτάζομαι to be seen pres ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εποπτάνομαι — ἐποπτάνομαι (AM) φαίνομαι, εμφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπτάνομαι «εμφανίζομαι» (< οπ τός) από τη ρ. οπ (πρβλ. όπωπα «βλέπω»] …   Dictionary of Greek

  • προοπτάνω — Μ προορῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + ὀπτάνομαι «είμαι ορατός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”